- κλεινοῦ
- κλεινόςfamousmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμαλθείον — ἀμαλθεῑον, το [Ἀμάλθεια] το κέρας τής Αμαλθείας, σύμβολο πλούτου και αφθονίας «ἀδειάζει επὶ τὰς ὄχθας τοῡ κλεινού Ταμησοῡ καὶ δύναμιν καὶ δόξαν καὶ πλοῡτον ἀναρίθμητον τό ἀμαλθεῑον» (Κάλβου, Ο Φιλόπατρις) … Dictionary of Greek
Κλεινοβού, δήμος — Νέος δήμος (2.301 κάτ.) του νομού Τρικάλων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κλεινού, Αηδόνος, Γλυκομηλιάς, Καλογριανής, Παλαιοχωρίου και Χρυσομηλιάς, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε … Dictionary of Greek